- ατιτλοφόρητος
- -η, -οαυτός που δε φέρει, δεν έχει (προσωρινά) τίτλο: Το ποίημα αυτό είναι ακόμη ατιτλοφόρητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.